αναβολισμός

αναβολισμός
ο
(βιολ.), μια από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού (βλ. λ.), που καταλήγει στην αφομοίωση των θρεπτικών ουσιών και τη σύνθεση του πρωτοπλάσματος (αντίθ. καταβολισμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Anaboler Stoffwechsel — Der Anabolismus (von griech. αναβολισμός mit lateinischer Endung, dies von αναβολή, anabolä eigentlich die Vertagung, Aufschiebung) ist der Aufbau von körpereigenen Bestandteilen unter Verbrauch von Energie, die bei chemotrophen Organismen aus… …   Deutsch Wikipedia

  • Anabolisch — Der Anabolismus (von griech. αναβολισμός mit lateinischer Endung, dies von αναβολή, anabolä eigentlich die Vertagung, Aufschiebung) ist der Aufbau von körpereigenen Bestandteilen unter Verbrauch von Energie, die bei chemotrophen Organismen aus… …   Deutsch Wikipedia

  • Anabolismus — Mit Anabolismus (von griech. αναβολισμός, anabolismós, „Aufwurf“) bezeichnet man bei Lebewesen den Aufbau körpereigener Bestandteile. Dabei wird Energie umgewandelt, die bei chemotrophen Organismen aus chemischen, energiefreisetzenden (exergonen) …   Deutsch Wikipedia

  • Biosynthese — Übergeordnet Stoffwechsel Untergeordnet Biosynthese der kleinen/Makromoleküle, Lipide …   Deutsch Wikipedia

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • αναβολίτης — ο βιοχ. ονομασία που δίνεται στις ουσίες που παίρνουν μέρος στον αναβολισμό. Απ αυτές τις ουσίες, άλλες μεν παράγονται στον οργανισμό κατά τη διαδικασία τού μεταβολισμού και άλλες προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον (τροφή κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”