αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
Anaboler Stoffwechsel — Der Anabolismus (von griech. αναβολισμός mit lateinischer Endung, dies von αναβολή, anabolä eigentlich die Vertagung, Aufschiebung) ist der Aufbau von körpereigenen Bestandteilen unter Verbrauch von Energie, die bei chemotrophen Organismen aus… … Deutsch Wikipedia
Anabolisch — Der Anabolismus (von griech. αναβολισμός mit lateinischer Endung, dies von αναβολή, anabolä eigentlich die Vertagung, Aufschiebung) ist der Aufbau von körpereigenen Bestandteilen unter Verbrauch von Energie, die bei chemotrophen Organismen aus… … Deutsch Wikipedia
Anabolismus — Mit Anabolismus (von griech. αναβολισμός, anabolismós, „Aufwurf“) bezeichnet man bei Lebewesen den Aufbau körpereigener Bestandteile. Dabei wird Energie umgewandelt, die bei chemotrophen Organismen aus chemischen, energiefreisetzenden (exergonen) … Deutsch Wikipedia
Biosynthese — Übergeordnet Stoffwechsel Untergeordnet Biosynthese der kleinen/Makromoleküle, Lipide … Deutsch Wikipedia
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβολίτης — ο βιοχ. ονομασία που δίνεται στις ουσίες που παίρνουν μέρος στον αναβολισμό. Απ αυτές τις ουσίες, άλλες μεν παράγονται στον οργανισμό κατά τη διαδικασία τού μεταβολισμού και άλλες προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον (τροφή κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek